σπερματώδης

σπερματώδης
-ῶδες, Α [σπέρμα, -ατος]
1. αυτός που έχει το σχήμα σπόρου
2. γόνιμος, δημιουργικός
3. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση σπέρματος, σε μορφή σπόρου, που δεν έχει αναπτυχθεί
4. φρ. α) «σπερματώδης κίνησις» — κίνηση που μοιάζει με την κίνηση τού σπέρματος (Αριστοτ.)
β) «σπερματῶδες βρῶμα» — διατροφή με σιτηρά και όσπρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σπερματώδει — σπερματώδης like seed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σπερματώδης like seed masc/fem/neut dat sg σπερματώδεϊ , σπερματώδης like seed dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερματωδέστατον — σπερματώδης like seed masc acc superl sg σπερματώδης like seed neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερματῶδες — σπερματώδης like seed masc/fem voc sg σπερματώδης like seed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερματώδεις — σπερματώδης like seed masc/fem acc pl σπερματώδης like seed masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερματωδέστερα — σπερματώδης like seed neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερματώδους — σπερματώδης like seed masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”